ἀνέρας

ἀνέρας
ἀνήρ
nar-
masc acc pl (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Лисса — У этого термина существуют и другие значения, см. Лисса (значения). Лисса (др. греч. Λύσσα «бешенство»), от λύκος, «волк»,  в древнегреческой мифологии божество[1], персонификация бешенства и безумия. Порождена Ночью и Ураном[2].… …   Википедия

  • Боевой транс — «Боевой транс» термин, обозначающий изменённое состояние сознания людей, участвующих в боевых действиях. В этом состоянии боец не чувствует страха («афобия») и боли («анальгезия»). Кроме этого, в состоянии боевого транса все члены группы теряют… …   Википедия

  • APIDANENSES — Arcades. Dionysius. Ἀρκάδες Ἀπιδανῆες ὑπό σκοπτὴν Ἐρυμάνθου. Ubi alii Ἀπιδανῆος legunt, ut referatur ad montem Erymanthum. Cur vero Arcades pisi, aut mons ille sic dicatur, haud satis constat. Eustathius quidem ab Apide quodam, qui ex Epiro… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • έπειμι — (I) ἔπειμι (Α) [ειμί] 1. είμαι, βρίσκομαι πάνω από κάποιον («κάρη ὤμοισιν ἐπείη», Ομ. Ιλ.) 2. (για ονόματα) είμαι, υπάρχω πάνω σε κάτι, προσυπάρχω («οὐκ ἔπεστι ἐπωνυμίη Περσέι», Ηρόδ.) 3. (για αμοιβές, ποινές) επακολουθώ («εἰ δ ἔπεστι νέμεσις»,… …   Dictionary of Greek

  • δαΐζω — (I) δαΐζω (Α) 1. διαχωρίζω, σχίζω στα δύο, χωρίζω 2. τεμαχίζω, σφάζω, φονεύω («δαΐζων ἵππους τε καὶ ἀνέρας) 3. (για πόλεις) καταστρέφω, ερημώνω 4. (για τα μαλλιά) ξεριζώνω («χερσί κόμην ἤσχυνε δαΐζων») 5. βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι («ὥρμανε… …   Dictionary of Greek

  • κοσμώ — (I) (ΑM κοσμῶ, έω) [κόσμος] 1. στολίζω, εξωραΐζω, προσδίδω κάλλος, διακοσμώ (α. «εκόσμησαν την πόλη με αγάλματα» β. «τριπόδεσσιν ἐκόσμησαν δόμον», Πίνδ. γ. «χαλκοῑς σῶμ ἐκοσμήσανθ ὅπλοις», Ευρ.) 2. μτφ. καλλωπίζω, ομορφαίνω («εὖ μὲν τούσδ… …   Dictionary of Greek

  • τίω — (I) Α 1. απονέμω τιμή σε κάποιον («Ἕκτωρ... οὐδέ τι τίει ἀνέρας οὐδὲ θεούς», Ομ. Ιλ.) 2. έχω σε εκτίμηση, εκτιμώ («θεοὶ μάκαρες... δίκην τίουσι καὶ αἴσιμα ἔργ ἀνθρώπων», Ομ. Οδ.) 3. ορίζω την αξία ενός πράγματος, διατιμώ («μέγαν τρίποδ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”